οὐατόεις — long eared masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐατόεν — οὐατόεις long eared masc voc sg οὐατόεις long eared neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐατόεντα — οὐατόεις long eared neut nom/voc/acc pl οὐατόεις long eared masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐατόεντι — οὐατόεις long eared masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐατόεσσα — οὐατόεις long eared fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐατοέσσας — οὐατοέσσᾱς , οὐατόεις long eared fem acc pl οὐατοέσσᾱς , οὐατόεις long eared fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
ωτώεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαβές, χερούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί», επικ. τ. τού οὐατόεις*] … Dictionary of Greek